- φαγρος
- φάγροςὁ фагр (колючеперая рыба) Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φάγρος — sea bream masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγρος — (I) ὁ, Α (κρητ. τ.) η ακόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. φάγρος μπορεί να συνδεθεί με το αρμεν. επιθ. bark (για γεύση) «πικρός, δριμύς», αλλά και «βίαιος, οργισμένος», πιθ. ως ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. *φαγρός με… … Dictionary of Greek
φάγροι — φάγρος sea bream masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγροις — φάγρος sea bream masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγροισι — φάγρος sea bream masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγροισιν — φάγρος sea bream masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγρον — φάγρος sea bream masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγρου — φάγρος sea bream masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγρους — φάγρος sea bream masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγρων — φάγρος sea bream masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγρῳ — φάγρος sea bream masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)